- ταὐτολογέω
- ταὐτολογ-έω,A repeat what has been said,
περί τινος Plb.1.1.3
;ὑπέρ τινος Id.1.79.7
;τ. τὸν λόγον Str.12.3.27
:—abs., Plb.36.12.2, Phld. Po.Herc.994.30, Hermog.Inv.3.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περί τινος Plb.1.1.3
;ὑπέρ τινος Id.1.79.7
;τ. τὸν λόγον Str.12.3.27
:—abs., Plb.36.12.2, Phld. Po.Herc.994.30, Hermog.Inv.3.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυτολογήσει — ταυτολογέω aor subj act 3rd sg (epic) ταυτολογέω fut ind mid 2nd sg ταυτολογέω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογήσω — ταυτολογέω aor subj act 1st sg ταυτολογέω fut ind act 1st sg ταυτολογέω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογήσῃ — ταυτολογέω aor subj mid 2nd sg ταυτολογέω aor subj act 3rd sg ταυτολογέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογεῖ — ταυτολογέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ταυτολογέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογοῦντα — ταυτολογέω pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταυτολογέω pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογούντων — ταυτολογέω pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ταυτολογέω pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογήσομεν — ταυτολογέω aor subj act 1st pl (epic) ταυτολογέω fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογῶ — ταυτολογέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ταυτολογέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογεῖν — ταυτολογέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογεῖσθαι — ταυτολογέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογεῖται — ταυτολογέω pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)